Περιλήψεις

 

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ, ΣΤΑ 1920


Μάρτος Δημήτριος
Αρχιτέκτων, Δρ. Πολεοδομίας - Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Α.Π.Θ.
martosdim@yahoo.gr


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών του Αν. Αιγαίου, το 1913, η σχεδίαση των νέων πόλεων αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα ενδιαφέροντα του ελληνικού κράτους. Αν και ο επανασχεδιασμός της Θεσσαλονίκης (1917) απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ενδιαφέροντος, πριν ακόμη από την Θεσσαλονίκη το κράτος ενδιαφέρθηκε για το σχέδιο της πόλης των Σερρών (1914), της Μυτιλήνης (1916), του Κιλκίς (1916), ενώ εκπόνησε σχέδια αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή για όλες τις πόλεις και τις κωμοπόλεις των απελευθερωμένων χωρών .
Η επανασχεδίαση των πόλεων θεωρήθηκε όχι μόνον ένας μηχανισμός βελτίωσης των συνθηκών ζωής, εκσυγχρονισμού της οικονομίας και της διοίκησης αλλά πρωτίστως ένας μηχανισμός αναπροσανατολισμού των σχέσεων και των λειτουργιών της πόλης προς τις νότιες περιοχές του κράτους και την ομογενοποίησή τους σε σχέση με την πρότυπη εθνική ταυτότητα, αυτήν που διαμορφώθηκε στα πλαίσια του ελληνικού κράτους. Η μορφή της πόλης θεωρήθηκε ένα προνομιούχο πεδίο αναπαραγωγής και διαφύλαξης της μνήμης, η οποία και τροφοδοτεί την εθνική ταυτότητα. Γιατί, η σχεδίαση μιας πόλης είναι, στην βαθύτερή της ουσία, η καταστροφή μιας παλαιάς και η δημιουργία μιας νέας μνήμης και επόμενα μιας νέας εθνικής αφήγησης. Όταν αυτή η σχεδίαση υπαγορεύεται ή επιβάλλεται από υπάρχουσες σχεδιάσεις πρότυπα, τότε ενσωματώνεται στην εθνική αφήγηση του προτύπου.
Οι σχεδιάσεις των πόλεων στις δεκαετίες του 1910 και 1920 συντελούνται υπό την επίδραση εξαιρετικών εθνικών και γεωπολιτικών γεγονότων όπως: α) του πολιτικοκοινωνικού διχασμού του 1915-16, β) της αποικιοκρατικής παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, γ) της μικρασιατικής καταστροφής, το 1922, και δ) της ανταλλαγής πληθυσμών. Τα γεγονότα αυτά επανακαθόρισαν σημαντικά το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας ιδιαιτέρως στις «νέες χώρες», δηλαδή επανακαθόρισαν τις σχέσεις ηγεμονίας ανάμεσα στα δύο βασικά ιδεολογικά ρεύματα της εθνοποιητικής διαδικασίας, της δυτικής προέλευσης ελληνικότητας (αθηναϊσμός) και της γηγενούς ελληνικότητας (ελληνισμός –ρωμιοσύνη).
Αναγνωρισμένοι, διεθνώς, αρχιτέκτονες-πολεοδόμοι με την συνδρομή αντίστοιχων κορυφαίων Ελλήνων, με σπουδές και αναφορές σε αρχιτεκτονικές σχολές της Δυτικής Ευρώπης ή στο πολυτεχνείο Αθηνών, εισάγουν νέες πολεοδομικές τεχνολογίες, οι οποίες στρατεύονται στο όραμα του πολιτικού τους προϊσταμένου του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος από τη μια έδωνε εντολή να σχεδιαστούν οι νέες πόλεις ως να επρόκειτο για «λευκά χαρτιά», καταστρέφοντας έτσι τις παραδοσιακές οικιστικές μνήμες – ταυτότητες και από την άλλη πρόκρινε ένα «μέγα μέλλον» για τη Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της Αθήνας τουλάχιστον στον έλεγχο των εθνικών χαρακτηριστικών των «νέων χωρών».
Το βασικό των επανασχεδιασμών των βορειοελλαδικών πόλεων ήταν, μέσα από μια πολιτική εντυπωσιασμού και υποσχέσεων αστικών παράδεισων, να παρασύρουν τους νέους πληθυσμούς στη κυρίαρχη εθνική ταυτότητα –αφήγηση που εμπεδώθηκε στη νότια Ελλάδα ως μια δυτικότροπη ελληνικότητα.
Ήταν όμως δοκιμασμένη, από την εφαρμογή των σχεδίων στις πόλεις της νότιας Ελλάδας, η συνταγή της αποτυχίας. Κατά κανόνα τα σχέδια δεν εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τις αρχικές προθέσεις των δημιουργών τους. Επανακαθορίστηκαν θεμελιακά από τις διαμαρτυρίες των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες ανθίσταντο στα αστικά οράματα των πολεοδόμων όχι πάντοτε με γνώμονα τη διάσωση της παραδοσιακής ταυτότητας τους αλλά με γνώμονα κερδοσκοπικά και οικοπεδικά ενδιαφέροντα.